- σφουγγαράς
- οπληθ. -άδες1. αυτός που αλιεύει σφουγγάρια.2. αυτός που πουλάει σφουγγάρια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σφουγγαράς — ο, Ν 1. σπογγαλιέας 2. γυμνός δύτης 3. πωλητής σπόγγων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφουγγάρι + κατάλ. άς (πρβλ. γαλατ άς)] … Dictionary of Greek
Sphoungaras — Blick von Gournia zum Sphoungaras Sphoungaras (griechisch Σφουγγαράς = Schwammfischer oder Schwammverkäufer) ist der Name eines Hügels an der Nord Küste des östlichen Kretas. Er liegt etwa 350 Meter nördlich der Ausgrabungsstätte von Gournia … Deutsch Wikipedia
σπογγαλιέας — και σπογγαλιεύς, ο, Ν αλιέας σπόγγων, σφουγγαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπόγγος + ἀλιεύς / αλιέας. Η λ., στον λόγο τύπο σπογγαλιεύς, μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη] … Dictionary of Greek
σπογγεύς — ὁ, και σπογγιεύς, Α σπογγαλιεύς, σφουγγαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπόγγος / σπογγίον + κατάλ. εύς (πρβλ. ιππ εύς)] … Dictionary of Greek
σπογγοκολυμβητής — ὁ, Α αυτός που κάνει καταδύσεις για να βγάλει σπόγγους, σφουγγαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπόγγος + κολυμβητής] … Dictionary of Greek
σπογγοτόμος — ὁ, Α αυτός που κόβει σπόγγους από τον πυθμένα τής θάλασσας, σφουγγαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπόγγος + τόμος (< τόμος < τέμνω)] … Dictionary of Greek
σφουγγαράδικος — η, ο, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σφουγγαρά ή στην αλιεία σπόγγων, σπογγαλιευτικός («σφουγγαράδικο καΐκι») 2. το ουδ. ως ουσ. το σφουγγαράδικο α) σπογγαλιευτικό πλοίο β) πρατήριο σφουγγαριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σφουγγαραδ τού πληθ. τής… … Dictionary of Greek
σπογγαλιέας — ο αυτός που αλιεύει σφουγγάρια, σφουγγαράς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)